- γαϊδουροκαλόκαιρο
- τοη ζεστή εποχή του φθινοπώρου μετά τα πρωτοβρόχια («τ' αγίου Δημήτριου το γαϊδουροκαλόκαιρο»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γάιδαρος — Θηλαστικό της τάξης των περιττοδακτύλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι όνος. Ο κατοικίδιος γ., που τον χρησιμοποιούν από την αρχαιότητα αφρικανικοί, ασιατικοί και ευρωπαϊκοί λαοί ως ζώο φορτίου, έλξης και ιππασίας, προέρχεται από τον άγριο γ … Dictionary of Greek